καλοστρώνω

καλοστρώνω
1. στρώνω, απλώνω, διασπείρω κάτι με επιμέλεια
2. καλύπτω κάτι εντελώς
3. στρώνω κάτι άφθονα, σε παχύ στρώμα («τό καλόστρωσε το χιόνι»)
4. διευθετώ, ετοιμάζω κάτι στην εντέλεια («καλόστρωσε το τραπέζι»)
5. εφαρμόζω καλά, ταιριάζω («δεν καλοστρώνει το φόρεμα»)
6. μέσ. καλοστρώνομαι
επιδίδομαι σε κάτι με ζήλο
7. εγκαθίσταμαι κάπου μολονότι είμαι ανεπιθύμητος, απρόσκλητος, στρογγυλοκάθομαι («καλοστρώθηκε και δεν εννοεί να φύγει»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοστρώνω — καλόστρωσα, καλοστρώθηκα, καλοστρωμένος 1. στρώνω κάτι καλά: Τα χαλιά είναι καλοστρωμένα. 2. στρώνω κάτι κάτω σε αφθονία: Απόψε το καλόστρωσε το χιόνι. 3. τακτοποιώ κάτι καλά: Πρόσεξε να καλοστρώσεις το τραπέζι. 4. στρογγυλοκάθομαι απρόσκλητος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”